Σκουριάζω, οξειδώνομαι (λέγεται κυρίως για τα χάλκινα σκεύη)
Ετυμολογία: ακοντώ = ρίχνω το ακόντιο > κουντώ > κ'ντώ, με τραχιά προφορά του κ ως γκ
shareΣπρώχνω
μτφ. κάνω έρωτα
Μικρό ντεπόζιτο που το γεμίζουν πετρέλαιο και βάζουν στις γκαζιέρες και τις λάμπες πετρελαίου ή μικρότερο για το λάδωμα των ραπτομηχανών.
Τεντώνω τα αυτιά και παίρνω θέση αμυντική (κίνηση που κάνει ο γάιδαρος, ως αντίδραση σε ξαφνικό θόρυβο)
Ετυμολογία: βενετ. ganzo (αρχ. γαμψός) + ουρά + ίδα (κατάλ.) > ganzουρίδα > γκατζουρίδα
shareΓυριστό, σε σχήμα γάντζου, ξερό ψιλό ξύλο (κλαδί)
μτφ. για ανθρώπους που έχουν γεράσει, που έχουν χάσει την κορμοστασιά τους.
Ετυμολογία: τουρκ. gevezelık = φλυαρία
shareΑστεία, πλάκες, καλαμπούρια
Ετυμολογία: τουρκ. gel kefım gel
shareΕκφράζει κατάσταση ικανοποίησης, ευτυχίας, έλλειψης αναγκών
Ετυμολογία: τουρκ. gem = χαλινάρι
shareΧαλινάρι και μτφ. περιορισμός ελευθεριών κάποιου
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΠεριοχή με λιμνάζοντα νερά
Τεχνητή ή φυσική λακκούβα με νερό για πότισμα αιγοπροβάτων
Ντρέπομαι, είμαι συνεσταλμένος, διστάζω
Ετυμολογία: κοντή ουρά > κοντουρά > γκντούρα
shareΠοικιλία σταφυλιού (μαύρο με κοντό μίσχο) και
Ονομασία κρασιού που προέρχεται από αυτή την ποικιλία
Ετυμολογία: ακοντώ (= ρίχνω το ακόντιο) > κουντώ > κ'ντώ (με τραχιά προφορά του κ ως γκ)
shareΣκουντώ, σπρώχνω
μτφ. κάνω έρωτα
Ετυμολογία: κουκούτσι + έλα (κατάλ. μεγεθυν.) > κουκουτσιέλα > γκουγκτζέλα
shareΗ κουκουνάρα