γιώνου
  • Σκουριάζω, οξειδώνομαι (λέγεται κυρίως για τα χάλκινα σκεύη)

    • -Έγιουσι = σκούριασε, οξειδώθηκε .
γκ'μπάρους (ι)
  • Ο κουμπάρος

γκ'μπί (του)
  • Το κουμπί

γκ'ντώ

Ετυμολογία: ακοντώ = ρίχνω το ακόντιο > κουντώ > κ'ντώ, με τραχιά προφορά του κ ως γκ

  1. Σπρώχνω

    • -Ντα τσι γκ'ντάς, μπε βόδ';
  2. μτφ. κάνω έρωτα

    • -Ε κι γκ'ντώ πλιά γιακί έ μ' σ'κώνιτι! (Ε = Δεν)
γκάγκα (η)
  • Το τμήμα της πλώρης που υπερεξέχει και απ' όπου προσδένουν μια βάρκα

γκαζιρό (του)
  • Μικρό ντεπόζιτο που το γεμίζουν πετρέλαιο και βάζουν στις γκαζιέρες και τις λάμπες πετρελαίου ή μικρότερο για το λάδωμα των ραπτομηχανών.

γκαζουλίνα (η)
  • Μικρό καΐκι (παλιού τύπου) που εκτελούσε μεταφορές.

γκαζουντινικές (ι)
  • Ντενεκές του γκαζιού (= πετρελαίου)

γκαντεμλίδκου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kademsızlık = γρουσουζιά, γκαντεμιά

  • Γρουσούζικο

γκαρτάλα (η)
  • Ψηλή γυναίκα

    • -Είπι γη Κουζ'νή, μια γκαρτάλα, π' κάντουν σκη μπάντα….
γκαρώνου
  • Τεντώνω τα αυτιά και παίρνω θέση αμυντική (κίνηση που κάνει ο γάιδαρος, ως αντίδραση σε ξαφνικό θόρυβο)

    • -Γκάρουσι τ' αυκιά τ' ι γάιδαρους
γκάτζνας (ι)
  • Γάντζος, είδος άγκιστρου που χρησιμοποιείται για το κρέμασμα αντικειμένων ή για την ανέλκυση του κουβά (μπακίρας) από τον πυθμένα του πηγαδιού.

Επίσης:
γκατζνιά (η)
  • Όσα μπορεί να πιάσει η χούφτα του ανθρώπου

    • -Πιάσι μια γκατζνιά σύκα!
Επίσης:
γκατζνιάζου
  • Πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι, χουφτώνω κάτι

Επίσης:
γκατζουρδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «γκατζουρίδα»

γκατζουρίδα (η)

Ετυμολογία: βενετ. ganzo (αρχ. γαμψός) + ουρά + ίδα (κατάλ.) > ganzουρίδα > γκατζουρίδα

  1. Γυριστό, σε σχήμα γάντζου, ξερό ψιλό ξύλο (κλαδί)

    • -Άρπα κη γκατζουρίδα τσ' έρ'χνι τσ' ώρμ' τσ' ουρνοί
  2. μτφ. για ανθρώπους που έχουν γεράσει, που έχουν χάσει την κορμοστασιά τους.

    • -Τα χάλια τ' έχ'. Πόμνει μια γκατζουρίδα.
Επίσης:
γκγκίνα (η)
  • Σκουντιά, σπρώξιμο

Επίσης:
γκεβεζελίκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. gevezelık = φλυαρία

  • Αστεία, πλάκες, καλαμπούρια

    • -Του Κουστέλ' είνι ούλου γκεβεζελίκια
γκέλ κεφίρ γκέλ

Ετυμολογία: τουρκ. gel kefım gel

  • Εκφράζει κατάσταση ικανοποίησης, ευτυχίας, έλλειψης αναγκών

    • -Φτος μπε παίρν' μ'νιάκ'κου κάθι μήνα! Γκέλ κεφίρ γκέλ!
γκέμια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. gem = χαλινάρι

  • Χαλινάρι και μτφ. περιορισμός ελευθεριών κάποιου

    • -Σφίξι τ' τα γκέμια! = περιόρισε τις δραστηριότητές του, έλεγξέ τον
γκέν'κου (του)
  • Το χέρσο

    • -Γκέν'κου χουράφ'
γκέτσγκα Βλέπε:
γκιβιζές (ι)
  • Διασκεδαστής, πλακατζής αλλά και η πλάκα

γκιβιντίζουμι
  • Προσπαθώ, αναλαμβάνω να κάνω κάτι

γκιζλιμές (ι)
  • Αποκριάτικο γλυκό με φύλλο και τριμμένη μυζήθρα

Επίσης:
γκιλότα (η)
  • Η βράκα των ανδρών

γκιο - γκιό (του) Βλέπε:
γκιόλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Περιοχή με λιμνάζοντα νερά

  2. Τεχνητή ή φυσική λακκούβα με νερό για πότισμα αιγοπροβάτων

γκιουγκιό (του) Βλέπε:
γκιουγούμ (του) Βλέπε:
γκιουζέλ

Ετυμολογία: τουρκ. güzel

  • Όμορφος, ωραίος

γκιούζια (τα)
  • Χόρτα που βγαίνουν το φθινόπωρο

γκιουζιανό (του)
  • Φθινοπωρινό

    • -Γκιουζιανό πιπόν'
γκιουρ'έμι
  • Ντρέπομαι, είμαι συνεσταλμένος, διστάζω

    • -Πήγινι μουρέλι μ' να χιρικίσ' του νουνό σ'.

    • -Γκιουρ'έμι βρη μάνα να πάου!
γκιρ-γκιρ (του)
  • Παλιά ονομασία του «γρι-γρι»

γκιρίζ' (του)
  • Οχετός, υπόνομος

    • -Άι παλιουγκιρίζ' = λέγεται όταν ρεύεται κάποιος
γκιρμάς (ι)
  • Μονόκαννο ή δίκαννο κυνηγετικό όπλο.

γκιρτζήδις (οι)
  • Έτσι λέγονταν παλιά οι εργαζόμενοι στο γκιρ-γκιρ (στο γρι-γρι)

γκίσ'μου (του)
  • Ενδυμασία. Ντύσιμο

    • -Του γκίσ'μου π' κάν' έιτουτους είνι γαμπρικάτου
γκιστιρμέ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. kestirme

  • Παράκαμψη δρόμου για συντόμευση της απόστασης

    • -Παγαίνου γκιστιρμέ = παίρνω σύντομο δρόμο
Επίσης:
γκλουτζιά (η) Βλέπε:
γκμπί (του)
  • Το κουμπί

γκντούρα (η)

Ετυμολογία: κοντή ουρά > κοντουρά > γκντούρα

  1. Ποικιλία σταφυλιού (μαύρο με κοντό μίσχο) και

  2. Ονομασία κρασιού που προέρχεται από αυτή την ποικιλία

    • -Βρη θεια Κλιάνθ' έβρασις βρη βράσμα απ κη γκντούρα Έβαλις τσι κρασί κανέ σουρλά
γκντώ

Ετυμολογία: ακοντώ (= ρίχνω το ακόντιο) > κουντώ > κ'ντώ (με τραχιά προφορά του κ ως γκ)

  1. Σκουντώ, σπρώχνω

    • -Ντα γκντάς μπε βόδ'!
  2. μτφ. κάνω έρωτα

    • -Έ κι γκντώ πλιά κη γ'ναίκα μ' γιακί έ μ' σ'κώνιτι
γκόνουμι
  • Ζορίζομαι, επιμένω

    • -Μη γκόνισι να τιλειώσ' κη δ'λειά σ'
γκόσ'μου (του)
  • Βάρος στο στήθος, φούσκωμα, ψυχική αναταραχή, ψυχοπλάκωμα, στενοχώρια.

γκούγκ'μα (του)
  1. Σπρώξιμο

  2. Σεξουαλική πράξη

γκουγκτζέλα (η)

Ετυμολογία: κουκούτσι + έλα (κατάλ. μεγεθυν.) > κουκουτσιέλα > γκουγκτζέλα

  • Η κουκουνάρα

γκουμένο
  • Κακοφορμισμένο (για σπυρί, τραύμα κ.τ.λ. που έχει επιδεινωθεί)

γκουντουρίδ' (του)
  • Το χαρούπι