Είδος στρατιωτικού οπισθογεμούς τουφεκιού, στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Υπόλοιπο κορμού που μένει στη γη και προεξέχει, μετά το κόψιμο του δένδρου.
μτφ. άνθρωπος χαμηλού αναστήματος
Η άσπρη λουρίδα σαν σπιρτόξυλο που μένει όταν σπάσει ένα σπυρί (μια μαύρη) και βγει το πύον. Το «γλαρ» βγαίνει μετά από δεύτερο ζούληγμα.
Το κάτω μέρος από σπασμένο πήλινο κανάτι, που το είχαν για να πίνουν νερό οι κότες κυρίως ή για να βάζουν το αραιό σαπούνι τους οι νοικοκυρές.
Μικρό παιδί που συνόδευε το αρραβωνιασμένο ζευγάρι στις εξόδους του ως φύλακας, για να μην παρεκτραπεί το ζευγάρι σε πράξεις που ήταν εκτός του πρωτοκόλλου του αρραβώνα.
Ετυμολογία: μσν. γουλί < αρχ. άγλιον, υποκορ.του άγλις (= κεφαλή σκόρδου)
shareΓουλί = ο βλαστός των χορταρικών και κυρίως το κοτσάνι των λαχανικών.
μτφ. ξυρισμένο ή πολύ κοντά κουρεμένο κεφάλι, ώστε να φαίνεται το δέρμα
Περνώ την ώρα μου ευχάριστα, διασκεδάζω, παίζω
Οι τελευταίες εργασίες για την ολοκλήρωση ενός έργου
Ετυμολογία: αλβ. guve =λάκκος
shareΜικρή γούβα, μικρό κοίλωμα του εδάφους, μικρή λακκούβα
Ετυμολογία: λατιν. gula = λαιμός, οισοφάγος
shareΞύλινο στέλεχος του αλετριού που πάει ως τον ζυγό
Γωνία
Τζάκι
Πελεκημένη πέτρα για χτίσιμο στη γωνία του σπιτιού
Ετυμολογία: τουρκ. ή βυζαντ. γούργουρος < γούργουρας
shareΠαλιό πήλινο υδροδοχείο με τρυπητό στόμιο.
μτφ. ο πολυλογάς