Ετυμολογία: τουρκ. yatak = στρώμα, κρεβάτι, κατάλυμα
shareΤο στρώμα, το κδρεβάτι και γενικά, το μέρος που κοιμάται κάποιος
μτφ. Το στένωμα, ο λαιμός του κουπιού της βάρκας, που βρίσκεται στο μέσο του περίπου, όπου δένεται ο «στρόπους» (βλ. λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. yahnı = τρόπος μαγειρέματος, κυρίως, των λαχανικών, με κρέας, τσιγαρισμένο κρεμμύδι και ντομάτα
shareΤσιγαρίζω κρεμμύδια με λάδι και μετά προσθέτω το φαγητό
Γελάω, μτφ. αθετώ υπόσχεση, ξεγελώ
Από γινάτι, από πείσμα
Εκφράζει:
Απορία, αποδοκιμασία
Έκπληξη
Ετυμολογία: τουρκ. yok
shareΔηλώνει άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το «όχι» (όχι, δεν υπάρχει, καθόλου
Εκφράζει έντονα δυσάρεστα αισθήματα, στο άκουσμα δυσάρεστων ειδήσεων. Επαναλαμβάνεται πάντοτε 2-3 φορές (ποτέ μία φορά). Συνοδεύεται συνήθως με χτύπημα της παλάμης στο μηρό.
Ετυμολογία: τουρκ. gügüm = μεταλλικό δοχείο νερού με πλαϊνές λαβές και με μακρύ λαιμό
shareΜεταλλικό δοχείο, από λαμαρίνα, με χειρολαβή στο πάνω μέρος. Μπιτόνι κυρίως για τη μεταφορά γάλακτος
Ετυμολογία: τουρκ. yoldaş = συνοδοιπόρος
shareΟι συνοδοιπόροι, το σινάφι, οργανωμένο σύνολο ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα, ασχολία, οι σύντροφοι
Ετυμολογία: γιουμός < γιώνω
shareΣκουριά που αναπτύσσεται στα χάλκινα και σιδερένια σκεύη
Παρτίδα παιχνιδιού
Παιχνίδι της αποκριάς (όπως η Κολοκυθιά, το Μποϊντουμούζ, το Κουρμπάτσ', το Δαχτυλίδι κ.α)
Ετυμολογία: τουρκ. j ürü = προχώρα, προστ. του ρ. yürümek = βαδίζω, κάνω βόλτα, βηματίζω
shareΠροτροπή για έφοδο ή ενθάρρυνση για κάποια ομαδική προσπάθεια, εμπρός
Ετυμολογία: τουρκ. yörük και yürük = τραχύς, νομάδας (ίσως και από τη λ. Γιουρούκοι = λαός της Μ. Ασίας που ζούσε νομαδικά
shareΆξεστος, βάρβαρος
Ξεκινώ και φεύγω γρήγορα, εφορμώ, κάνω γιουρούσι (έφοδο)
Γεφύρι
Υγεία, δύναμη (το να είναι κανείς δυνατός, γερός, υγιής)