γιασιά

Ετυμολογία: τουρκ. yaşa!= Ζήσε!

  • Μπράβο

    • - Γιασιά, μπε Μ'χάλ', τίλια τα κατάφιρις;
γιατάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yatak = στρώμα, κρεβάτι, κατάλυμα

  1. Το στρώμα, το κδρεβάτι και γενικά, το μέρος που κοιμάται κάποιος

  2. μτφ. Το στένωμα, ο λαιμός του κουπιού της βάρκας, που βρίσκεται στο μέσο του περίπου, όπου δένεται ο «στρόπους» (βλ. λ.)

γιατούτου
  • Γι' αυτό

γιατρέλ' (του)
  • Χαϊδευτικό της λ. «γιατρός»

γιατσί Βλέπε:
γιαχνίζου

Ετυμολογία: τουρκ. yahnı = τρόπος μαγειρέματος, κυρίως, των λαχανικών, με κρέας, τσιγαρισμένο κρεμμύδι και ντομάτα

  • Τσιγαρίζω κρεμμύδια με λάδι και μετά προσθέτω το φαγητό

Γιαχουντής (ι)

Ετυμολογία: εβρ. Jehuda = Ιούδας

  • Ο Εβραίος

γιγίν' (του)
  • Σωρός, στοίβα, το πολύ

    • -Φόρτουσι ένα γιγίν' πράματα!
γιγούμ (του) Βλέπε:
γίδ'γ'
  • Οι ίδιοι

    • -Ας του κρίνουν γίδ'γ'
γίδ'γιους
  • Ο ίδιος

    • -Συ γίδ'γιους αύριου σα του μουρό α κλαις
Γιλαγώτ'ς (ι)
  • Από το χωριό Γέλια ή Πελόπη (κοντά στην Κάπη)

γιλώ
  • Γελάω, μτφ. αθετώ υπόσχεση, ξεγελώ

    • -Πολλές φουρές ι τσαγκάρ'ς έκανι τσι νυχτέρια για να μη γιλάσ' κη πιλατεία
γιμώζου
  • Γεμίζω

    • -Ε, καλά - καλά η μπακίρα γιμώζ', του λέγ' δε ντου λέγ' ουχτό ουκάδις
γιναντινά (επίρρ.)
  • Από γινάτι, από πείσμα

    • -Γιναντινά εν έλιγι να πει του ναι!

    • -Ε του κατάλαβις, μπρε βόδ'; Του ποίτσι γιναντινά = το έκανε από πείσμα
Γινάρ'ς (ι)
  • Ο μήνας Ιανουάριος

γινιά (η)
  • Η γενεά, η συγγένεια, ο συγγενής

    • -Έ γινιά ντα φτάν'ς; = Έ συγγενή τι κάνεις;
γίνιτι λόγους
  • Κάτι συζητιέται

γιννήματα
  • Τα δημητριακά φυτά, τα σπαρτά

    • -Καλά γιννήματα είχαμι φέτους = είχαμε καλή σοδειά .
γίντσι =
  • έγινε

    • -Γίντσι του θκό τ'! = Έγινε το δικό του, αυτό που ήθελε.
γιό (επιφών.)
  1. Εκφράζει:

  2. Απορία, αποδοκιμασία

    • -Ντα τσι χκυπάς μπε, γιό!
  3. Έκπληξη

    • -Βρη, πέθανι λέγ' ι Παυσανίας!

    • -Γιό!!!!
γιόκ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. yok

  • Δηλώνει άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το «όχι» (όχι, δεν υπάρχει, καθόλου

    • -Μυαλό γιόκ!
γιολτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yol = δρόμος

  • Στρατοκόπος, οδοιπόρος

γιού - γιού - γιου
  • Εκφράζει έντονα δυσάρεστα αισθήματα, στο άκουσμα δυσάρεστων ειδήσεων. Επαναλαμβάνεται πάντοτε 2-3 φορές (ποτέ μία φορά). Συνοδεύεται συνήθως με χτύπημα της παλάμης στο μηρό.

    • -Ε θειά, η κόρη σ' έπισι τσ' έσπασι του χέρι τ'ς!

    • -Γιού - γιού - γιού!

    • -Γιου - γιου - γιου, ντα θα γένου η κατσπόδα (εκφράζει απελπισία)

    • Γιου - γιου - γιου, ντα θα δουν τα μάκια μας ακόμα (εκφράζει αποδοκιμασία)
γιουγούμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. gügüm = μεταλλικό δοχείο νερού με πλαϊνές λαβές και με μακρύ λαιμό

  • Μεταλλικό δοχείο, από λαμαρίνα, με χειρολαβή στο πάνω μέρος. Μπιτόνι κυρίως για τη μεταφορά γάλακτος

    • -Τόρξα ούλου του γάλα μέσ' του μ'κρό του γιουγούμ για να του πάγου στου χουριό
Επίσης:
γιουλάφ

Ετυμολογία: τουρκ. yulaf

  • Βρόμη

γιουλντάσια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. yoldaş = συνοδοιπόρος

  • Οι συνοδοιπόροι, το σινάφι, οργανωμένο σύνολο ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα, ασχολία, οι σύντροφοι

Επίσης:
γιουμάτους (ι)
  • Γεμάτος

γιουμένους (ι)
  • Σκουριασμένος

γιουμός (ι)

Ετυμολογία: γιουμός < γιώνω

  • Σκουριά που αναπτύσσεται στα χάλκινα και σιδερένια σκεύη

γιούν' (του)
  1. Παρτίδα παιχνιδιού

    • - Α παίξουμι ένα γιούν' ακόμα;
  2. Παιχνίδι της αποκριάς (όπως η Κολοκυθιά, το Μποϊντουμούζ, το Κουρμπάτσ', το Δαχτυλίδι κ.α)

γιουργαίρνου
  • Κάνω «γιούργια» (βλ. λ.)

γιούργια (επιφ.)

Ετυμολογία: τουρκ. j ürü = προχώρα, προστ. του ρ. yürümek = βαδίζω, κάνω βόλτα, βηματίζω

  • Προτροπή για έφοδο ή ενθάρρυνση για κάποια ομαδική προσπάθεια, εμπρός

γιουργιόνας (ι)
  • Η ομάδα εργασίας. Το γρήγορο ξεκίνημα (βλ. και λ. «γιούργια»)

γιουρντάν' (του)
  • Το περιδέραιο

γιουρντάσ' (του) Βλέπε:
γιουρντούμ Βλέπε:
γιουρουγκίζου
  • βλ. «γιουρουντίζου» και «γιουρουντώ»

γιουρούκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yörük και yürük = τραχύς, νομάδας (ίσως και από τη λ. Γιουρούκοι = λαός της Μ. Ασίας που ζούσε νομαδικά

  • Άξεστος, βάρβαρος

γιουρουντίζου
  • Ξεκινώ και φεύγω γρήγορα, εφορμώ, κάνω γιουρούσι (έφοδο)

    • -Καβαλίτσιβγα τσιατάλια πανουσάμαρα τσι γιουρούντζα για του κάμπου

    • -Α γιουρουντίσουμι άμα χαράξ' για να προυλάβουμι να πάμι να δούμι του Μουναρσκάτου)
Επίσης:
γιουρούσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yürüyüş = βάδισμα, πορεία

  • Επίθεση, έφοδος, εφόρμηση

γιουφύρ (του)
  • Γεφύρι

    • -Τα παλιά τα χρόνια η Χαλάντρα κατέβαζι γαϊδάρ', του νιρό πιρνούσι πάνου απ' του γιουφύρ (δηλ κατέβαζε πολλά νερά)
Γιραγώτ'ς (ι)
  • Από τη Γέρα

γιρανιό
  • Το μπλέ χρώμα

γιρινέ

Ετυμολογία: τουρκ. yerıne = στη θέση του, αντ' αυτού

γιρουγκ'κό (του)

Ετυμολογία: γέρος > γεροντικός

  • Γεροντικό κατάλυμα

γιρουγκίζου Βλέπε:
γιρουσύν' (η)
  • Υγεία, δύναμη (το να είναι κανείς δυνατός, γερός, υγιής)

    • -Γιρουσύν' καλουσύν'

    • -Ώ χαρά τ' Άγιου Βασίλ'……….
γιώμα (του)
  • Σκουριά