Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. αγγείο < άγγος (= δοχείο) > αγγειό > ατζειό
Το δοχείο νυκτός, το καθίκι