Βρέθηκε το λήμμα
γκιουρ'έμι
  • Ντρέπομαι, είμαι συνεσταλμένος, διστάζω

    • -Πήγινι μουρέλι μ' να χιρικίσ' του νουνό σ'.

    • -Γκιουρ'έμι βρη μάνα να πάου!