Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Περιοχή με λιμνάζοντα νερά
Τεχνητή ή φυσική λακκούβα με νερό για πότισμα αιγοπροβάτων