Βρέθηκε το λήμμα
γκιόλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Περιοχή με λιμνάζοντα νερά

  2. Τεχνητή ή φυσική λακκούβα με νερό για πότισμα αιγοπροβάτων