Βρέθηκε το λήμμα
ατζειό (του)

Ετυμολογία: αρχ. αγγείο < άγγος (= δοχείο) > αγγειό > ατζειό

  • Το δοχείο νυκτός, το καθίκι

Σχετικές λέξεις
γκιο - γκιό (του)
γκιουγκιό (του)