Βρέθηκε το λήμμα
γκέλ κεφίρ γκέλ

Ετυμολογία: τουρκ. gel kefım gel

  • Εκφράζει κατάσταση ικανοποίησης, ευτυχίας, έλλειψης αναγκών

    • -Φτος μπε παίρν' μ'νιάκ'κου κάθι μήνα! Γκέλ κεφίρ γκέλ!