Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ακοντώ (= ρίχνω το ακόντιο) > κουντώ > κ'ντώ (με τραχιά προφορά του κ ως γκ)
Σκουντώ, σπρώχνω
μτφ. κάνω έρωτα