Βρέθηκε το λήμμα
γκντώ

Ετυμολογία: ακοντώ (= ρίχνω το ακόντιο) > κουντώ > κ'ντώ (με τραχιά προφορά του κ ως γκ)

  1. Σκουντώ, σπρώχνω

    • -Ντα γκντάς μπε βόδ'!
  2. μτφ. κάνω έρωτα

    • -Έ κι γκντώ πλιά κη γ'ναίκα μ' γιακί έ μ' σ'κώνιτι