Βρέθηκε το λήμμα
γκέμια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. gem = χαλινάρι

  • Χαλινάρι και μτφ. περιορισμός ελευθεριών κάποιου

    • -Σφίξι τ' τα γκέμια! = περιόρισε τις δραστηριότητές του, έλεγξέ τον