γουρί (του)
  • Παιδικό παιχνίδι

γουρουνόψαρου (του)
  • Είδος ψαριού

γουρσούγς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. uğursuz = κακός, άτυχος, δύστροπος

  • Γρουσούζης

γουρσουζεύγου
  • Ματιάζω

    • -Άσι μπε να βρέξ' κουμμάκ', μη του γουρσουζεύγ'ς, είχαμι ξιραθεί για τα καλά!
γουρσουζιά (η)
  • Η δυσοίωνη ενέργεια του γρουσούζη

γουρσουσλαμάς (ι)
  • Ο πολύ γρουσούζης, ο ανάποδος

Επίσης:
γουρσουσλιμές (ι) Βλέπε:
γουτζίζου
  • Γογκύζω, αγκομαχώ

Επίσης:
γούτσπας (ι)
  1. Υπόλειμμα χορταρένιας σκούπας, ύστερα από χρήση ετών

  2. μτφ. για ένα κοντόχοντρο άτομο

    • -Εμ, πού πήγι τσι κ' ήβρι; Στραβώστσι του μουρό μ'; Φκη είνι ένας γούτσπας!
γόφους (ι)
  • Ο γοφός

γραγούδα (η)
  1. Πήλινο δοχείο χωρίς χερούλια ειδικό για το βράσιμο κουκιών

  2. μτφ. το φαλακρό κεφάλι

    • -Ας κόψου μια πας κη γραγούδας = θα σου δώσω μια πάνω στο φαλακρό κεφάλι σου.
γραδάρου

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού

γράδου (του)

Ετυμολογία: ιταλ. grado < λατιν . gradus = βήμα, βάθρο, βαθμός

  • Μετρητής πυκνότητας υγρών, βαθμός (πυκνότητας)

γραμμακ'ζούμιν' (οι)
  • Που ξέρουν γράμματα, μορφωμένοι

    • -Μπε, συ που κάν'ς τσι του γραμμακ'ζούμινου, ε βλέπ'ς τα χάλια μας;
γρέγους (ι)
  • Είδος ανέμου

γρέντζους (ι)
  • Η γριά (υποτιμητικά)

    • -Μη τουν σ'νουρίζισι του παλιουγρέντζου. Είνι σαλεμένου του μυαλό τ'ς = την παλιόγρια
γρηπίδα (η)
  • Προεξοχή στο πάνω μέρος του τοίχου των σπιτιών για ν' ακουμπά η στέγη (αρχ. «κρηπίς»)

γριάδ'κου (του)
  • Χώρος της εκκλησίας για τις γριές

    • -Μι του δέφτι λάβιτι φως, ανάβγαμι τσ' λαμπάδις τσι γι γ'ναίτσις αρχινούσας κ' αχταγή μες του γριάδ'κου.
γρίζα (η)

Ετυμολογία: μσν. γκρίζος

  • Ψιλό μαλλί, χειροποίητο από μαλλί προβάτου με το οποίο πλέκουν κάλτσες και φανέλες

γριντίδκου (του)
  • Ό,τι δεν έχει τοποθετηθεί σωστά ή η κατασκευή που δεν είναι καλή

    • -Π.χ. γριντίδκους κοίχους, γριντίδκα τσιραμίδια
γριπ'τσίδις (οι)
  • Οι ψαράδες που δουλεύουν σε γρίπο (= τράτα)

γριτζανίζου
  • Τρώγω κάτι με θόρυβο (π.χ. παξιμάδια)

    • Ι πικ'κός γριτζανίζ' του ξύλου = ο ποντικός τρώει το ξύλο .
γριτσίζου
  • Ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι, απολαμβάνω κάτι

    • -Ένι γρίτσσι! = δεν ευχαριστήθηκε
γρο (του)
  • Υγρό

    • -Πα στου γρο του γιουφύρ ήντου πισμένους
γροικώ
  • Καταλαβαίνω, κατανοώ, παίρνω χαμπάρι, νογάω

    • -Έ γροικάς κίπουτα!

    • -Έ γροίκ'σα του φαγί μ'. Τόφαγα στα βιασκά! = δεν το «κατάλαβα» δεν το ευχαριστήθηκα.
γρούβα (η)
  • Είδος χορταρικού σαν τη λαψάνα

γρούν' (του)
  • Γουρούνι

    • -Τ'κλέψαν του γρούν'.
γρουσούγζς (ι)
  • βλ. λ. «γουρσούγζς»

γτέβγου Βλέπε:
γυαλουκουπώ
  • Αστράφτω από καθαριότητα, λάμπω

γυαλουντούλαπου (του)
  • Ντουλάπι μέσα στο οποίο έβαζαν τα γυαλικά και τα γλυκά

γυμνόστρατους (ι)

Ετυμολογία: γυμνός + στράτα

  • Γάιδαρος χωρίς σαμάρι

γυμνουκώλ'δις (οι)

Ετυμολογία: γυμνός + κώλος

  1. Οι έχοντες γυμνούς κώλους στην παραλία (αυτοί που δεν φορούν μαγιό, οι γυμνιστές)

  2. μτφ. οι φτωχοί

γυρεύγου
  • Ψάχνω, ζητώ

    • - Τα μάκια χάσαμι, τσι τα φρύδια γυρεύγουμι = αντί να ασχολούμαστε με τα σημαντικά καταπιανόμαστε με τα ασήμαντα

    • -Ντα γυρέβγ'ς έιδου; = τι ζητάς, τι θέλεις;
γυρλίδ'κα

Ετυμολογία: τουρκ. yerlı

  • Ντόπια

γυρλίσ'ους (ι)
  • Ο ντόπιος

γυρλίσο το σκουράτσ'
  • Ρακί από σύκα που έβγαινε κατά την πρώτη απόσταξη

γω (αντων.)
  • Εγώ

    • -Γω σ' λέγου «χαντούμ'ς είμι» τσι συ μι ρουτάς «πούν' τ'αρχίδια σ' » = Για κείνους που άλλα τους λες και άλλα καταλαβαίνουν