Ματιάζω
Υπόλειμμα χορταρένιας σκούπας, ύστερα από χρήση ετών
μτφ. για ένα κοντόχοντρο άτομο
Πήλινο δοχείο χωρίς χερούλια ειδικό για το βράσιμο κουκιών
μτφ. το φαλακρό κεφάλι
Ετυμολογία: ιταλ. grado < λατιν . gradus = βήμα, βάθρο, βαθμός
shareΜετρητής πυκνότητας υγρών, βαθμός (πυκνότητας)
Που ξέρουν γράμματα, μορφωμένοι
Η γριά (υποτιμητικά)
Προεξοχή στο πάνω μέρος του τοίχου των σπιτιών για ν' ακουμπά η στέγη (αρχ. «κρηπίς»)
Χώρος της εκκλησίας για τις γριές
Ετυμολογία: μσν. γκρίζος
shareΨιλό μαλλί, χειροποίητο από μαλλί προβάτου με το οποίο πλέκουν κάλτσες και φανέλες
Ό,τι δεν έχει τοποθετηθεί σωστά ή η κατασκευή που δεν είναι καλή
Τρώγω κάτι με θόρυβο (π.χ. παξιμάδια)
Καταλαβαίνω, κατανοώ, παίρνω χαμπάρι, νογάω
Ετυμολογία: γυμνός + κώλος
shareΟι έχοντες γυμνούς κώλους στην παραλία (αυτοί που δεν φορούν μαγιό, οι γυμνιστές)
μτφ. οι φτωχοί
Ψάχνω, ζητώ
Εγώ