Βρέθηκε το λήμμα
γκατζουρίδα (η)

Ετυμολογία: βενετ. ganzo (αρχ. γαμψός) + ουρά + ίδα (κατάλ.) > ganzουρίδα > γκατζουρίδα

  1. Γυριστό, σε σχήμα γάντζου, ξερό ψιλό ξύλο (κλαδί)

    • -Άρπα κη γκατζουρίδα τσ' έρ'χνι τσ' ώρμ' τσ' ουρνοί
  2. μτφ. για ανθρώπους που έχουν γεράσει, που έχουν χάσει την κορμοστασιά τους.

    • -Τα χάλια τ' έχ'. Πόμνει μια γκατζουρίδα.
Σχετικές λέξεις
κατζουρίδα (η)