Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βενετ. ganzo (αρχ. γαμψός) + ουρά + ίδα (κατάλ.) > ganzουρίδα > γκατζουρίδα
Γυριστό, σε σχήμα γάντζου, ξερό ψιλό ξύλο (κλαδί)
μτφ. για ανθρώπους που έχουν γεράσει, που έχουν χάσει την κορμοστασιά τους.