Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. yörük και yürük = τραχύς, νομάδας (ίσως και από τη λ. Γιουρούκοι = λαός της Μ. Ασίας που ζούσε νομαδικά
Άξεστος, βάρβαρος