Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. yoldaş = συνοδοιπόρος
Οι συνοδοιπόροι, το σινάφι, οργανωμένο σύνολο ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα, ασχολία, οι σύντροφοι