Βρέθηκε το λήμμα
γιουλντάσια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. yoldaş = συνοδοιπόρος

  • Οι συνοδοιπόροι, το σινάφι, οργανωμένο σύνολο ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα, ασχολία, οι σύντροφοι

Σχετικές λέξεις
γιουρντάσ' (του)