Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. yatak = στρώμα, κρεβάτι, κατάλυμα
Το στρώμα, το κδρεβάτι και γενικά, το μέρος που κοιμάται κάποιος
μτφ. Το στένωμα, ο λαιμός του κουπιού της βάρκας, που βρίσκεται στο μέσο του περίπου, όπου δένεται ο «στρόπους» (βλ. λ.)