Βρέθηκε το λήμμα
γιατάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yatak = στρώμα, κρεβάτι, κατάλυμα

  1. Το στρώμα, το κδρεβάτι και γενικά, το μέρος που κοιμάται κάποιος

  2. μτφ. Το στένωμα, ο λαιμός του κουπιού της βάρκας, που βρίσκεται στο μέσο του περίπου, όπου δένεται ο «στρόπους» (βλ. λ.)