Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. yok
Δηλώνει άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το «όχι» (όχι, δεν υπάρχει, καθόλου