Βρέθηκε το λήμμα
γιόκ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. yok

  • Δηλώνει άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το «όχι» (όχι, δεν υπάρχει, καθόλου

    • -Μυαλό γιόκ!