γειά σιά μπε
  • Μωρέ μπράβο!

γέμ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yem = σανός, τροφή ζώων

  • Ξηρή τροφή για τα ζώα (σανός, κουκιά, μπαμπακόπιτα κ.τ.λ.)

γεμιστό (του)
  • Παραδοσιακό Πασχαλινό ψητό αρνί στο φούρνο. Υλικά: γέμιση (ψιλοκομμένη συκωταριά, ψιλοκομμένα κρεμύδια, κανέλα, ζάχαρη, αμύγδαλα ή κουκουνάρι, ρύζι), σκαρούφα (βλ. λ.) αρνιού όπου τοποθετείται η γέμιση και ράβεται. Μπαίνει σε ταψί που σκεπάζεται με πλέγμα από καλάμια και ζύμη από αλεύρι. Τοποθετείται στο φούρνο όπου μένει όλη τη νύχτα και μέχρι το μεσημέρι της επομένης.

γέμουσ' (η)

Ετυμολογία: αρχ. γέμω (= γεμίζω)

  • Τα υλικά που βάζουμε για να γεμίσουμε ένα φαγητό (π.χ. μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια κ.τ.λ.)

γεντέκ' Βλέπε:
γέριβι (του)
  • Το καθιστικό του σπιτιού

    • -Λούτι να κάτσουμι στου γέριβι πόχ' φουκιά τσ' είνι ζιστά!
γι
  • Άρθρο γένους αρσενικού «ο»

για
  • Ή, βέβαια

    • -Για έιτουτου για τ'άλλου = ή αυτό ή το άλλο

    • -Ναι για = ναι βέβαια
για ώρας
  • Αμέσως

γιαβάγ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yavaş = σιγά σιγά, αργά

  • Ελαφρός, ήπιος, ήσυχος, αργός

γιαβάσ'κου (του)
  • Σιγανό, ελαφρό

γιαβουκλού (η)

Ετυμολογία: τουρκ. yavuklu = μνηστή, αγαπητικιά

  • Ερωμένη

γιαβουκλούς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yavuklu

  • Εραστής

γιαβρούμ

Ετυμολογία: τουρκ. yavrum

  • Μωρό μου

γιάγ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yağ

  • Λίπος

γιαγκίν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yangın = πυρκαγιά, (μτφ.) σφοδρό ερωτικό πάθος

  • Η πυρκαγιά

Επίσης:
γιαγλής (ι)
  • Ψιλός σοβάς (από ασβέστη και άχυρο από σταρ'κό)

γιαγλίδκους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yağlı = παχύς < τουρκ. yağ = λάδι

  • Λιπαρός

γιαγνίς (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yanlışlıkla

  • Λάθος ή κατά λάθος

    • Φρ: γιαγνίς ολντού = έγινε λάθος
γιαδέ
  1. Κοίτα

    • -Γιαδέ άθρουπους! Τιμιλί απρόκουπους!
  2. Αν το «γιαδέ» συνοδεύεται και με επίδειξη ανοιχτής παλάμης τότε υποδηλώνει απειλή ξυλοδαρμού.

γιακαμός (ι)
  • Φωσφορισμός ψαριών τη νύχτα (λεξιλόγιο ψαράδων)

γιακί
  • Γιατί - διότι. βλ. και «γιαντά»

Επίσης:
γιάλα - γιάλα
  • Στο παραπέντε, μόλις που προλάβαμε

γιάλα
  • Φύγε στη φράση:

    • -Άιντι γιάλα = φύγε από εδώ
γιαλαμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yalama = ξεφλούδισμα, εξάνθημα προσώπου, γλείψιμο, μτφ. κόλακας

  • Με ξεφλουδισμένη από τον ήλιο μύτη και σκασμένα χείλη (έμεινε και ως επίθετο)

    • -Έβγαλι γιαλαμά! = έσκασαν τα χείλη του ή έβγαλε ένα σπυρί γύρω ή πάνω στα χείλη του.

    • -Διαβόλ γιαλαμά = είδος βρισιάς .
γιαλιώτ'κους (ι)
  • Από το Γιαλό, από τον παράλιο οικισμό της Ερεσού

    • -Γιαλιώτ'κου σπίκ' = το σπίτι που βρίσκεται στον παράλιο οικισμό της Ερεσού, στο Γιαλό
Γιαλιώτις (οι)
  • Οι κάτοικοι του παράλιου οικισμού της Ερεσού

γιαλουμούν' (του)
  • Η μέδουσα (υδρόβιο ζώο ασπόνδυλο)

γιαλόψουλου (του)
  • Μακρόστενο μαλάκιο της θάλασσας. Το κρέας του κατάλληλο για δόλωμα.

γιαλώνου
  • Από τα βαθιά μέρη της θάλασσας, έρχομαι στα ρηχά, προς την παραλία.

γιαμανάρ (του)
  • Ξεροβόρι (διαπεραστικός κρύος αέρας)

    • -Φ'σα ένα γιαμανάρ όξου, εν είνι για να σαλαγάς!
γιάμγιασι

Ετυμολογία: τουρκ. yamyaş = πολύ βρεγμένος

  • Άνω κάτω, τελείως ακατάστατο

    • -Αφήτσι του σπίκι τ'ς γιάμγιασι
γιαμπανά
  • Μάταια

γιαμπάνγερ' (του)

Ετυμολογία: από το τουρκ. yaban

  • Μέρος εκτεθειμένο στους ανέμους, άγριος και ερημικός τόπος

Επίσης:
γιαμπαντζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yabancı

  • Ξένος, αλλοδαπός

γιαμπαντζίδκα (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. yabancı

  • Τα ξένα

γιάν'κα-γιάν'κα

Ετυμολογία: τουρκ. yan

  • άκρια-άκρια

γιαναστίζου Βλέπε:
γιανκίν (του) Βλέπε:
γιαντά
  • Γιατί

    • -Γιαντά τσ' εν ήρθις;

    • -Γιαντά τσι του πήρις μπε;
γιάντις (άκλ.)

Ετυμολογία: τουρκ. yâdest = είδος στοιχήματος μνήμης

  • Το γνωστό στοίχημα ή παιχνίδι της μνήμης

γιαουρτλαμάς (ι)
  • Είδος φαγητού (αρνάκι μαγειρεμένο με γιαούρτι)

γιαπιτζής

Ετυμολογία: τουρκ. yapi = σκελετός οικοδομής, μισοτελειωμένο χτίσμα

  • Οικοδόμος

γιαραγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. yaramak

  • Αξίζω, ακόμα κρατάω καλά

    • - Ε γιαραγκίις κίπουτα = δεν αξίζεις τίποτα.
Επίσης:
γιαράκμεζεσι

Ετυμολογία: τουρκ. yarrakmezesı

  • Πουτσομεζές

    • -Βλέπου κ' κουπιλούδα στου γιαλό μι τα μπουτέλια όξου τσι λέγου: Καλό γιαράκμεζεσι είνι τούτου!
γιαραντίζου Βλέπε:
γιαράς (η)
  • Η πληγή, κυρίως αυτή που πολυκαιρίζει

γιαρντούμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yardım = βοήθεια

  • Η βοήθεια γενικώς. Ειδικά η βοήθεια που προσφέρουν οι χωριανοί μεταξύ τους για γρήγορο τελείωμα κάποιας εργασίας

    • -Άμα ήρθι η μέρα, κάλισι η μάνα μ' τσι γ'τόνισις να τσ' κάν' γιαρντούμ

    • -Ντα έχ'ς μπε Γιώργ' τσι κ'τσένς;

    • -Να πήγα να ποίσου γιαρντούμ τσι μ' δίν' μια κλουτσιά του ζο τσι μη πέταξι μεσ' τ' αλών'
Επίσης:
γιαρντουμτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. yardim = βοήθεια

  • Ο βοηθός, χωρίς πληρωμή, σε μια εργασία

γιάσι
  • Φανερώσου

    • -Γιάσι (βγές) βρη σκ' πόρτα σ' μια στιγμή