Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. j ürü = προχώρα, προστ. του ρ. yürümek = βαδίζω, κάνω βόλτα, βηματίζω
Προτροπή για έφοδο ή ενθάρρυνση για κάποια ομαδική προσπάθεια, εμπρός