Βρέθηκε το λήμμα
γιλώ
  • Γελάω, μτφ. αθετώ υπόσχεση, ξεγελώ

    • -Πολλές φουρές ι τσαγκάρ'ς έκανι τσι νυχτέρια για να μη γιλάσ' κη πιλατεία