Βρέθηκε το λήμμα
γιουρουντίζου
  • Ξεκινώ και φεύγω γρήγορα, εφορμώ, κάνω γιουρούσι (έφοδο)

    • -Καβαλίτσιβγα τσιατάλια πανουσάμαρα τσι γιουρούντζα για του κάμπου

    • -Α γιουρουντίσουμι άμα χαράξ' για να προυλάβουμι να πάμι να δούμι του Μουναρσκάτου)
Σχετικές λέξεις
γιουρουντώ
γιρουγκίζου