Βρέθηκε το λήμμα
γιαρντούμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. yardım = βοήθεια

  • Η βοήθεια γενικώς. Ειδικά η βοήθεια που προσφέρουν οι χωριανοί μεταξύ τους για γρήγορο τελείωμα κάποιας εργασίας

    • -Άμα ήρθι η μέρα, κάλισι η μάνα μ' τσι γ'τόνισις να τσ' κάν' γιαρντούμ

    • -Ντα έχ'ς μπε Γιώργ' τσι κ'τσένς;

    • -Να πήγα να ποίσου γιαρντούμ τσι μ' δίν' μια κλουτσιά του ζο τσι μη πέταξι μεσ' τ' αλών'
Σχετικές λέξεις
γιουρντούμ