Βρέθηκε το λήμμα
αλιπός ή αλιπού
  • Αλεπού, μτφ. ο πονηρός σαν αλεπού

    • -Είνι φτός μια αλιπού! Έ τουν ξιγιλάς μι κίπουτα!