Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Αλισφακιά ή αλιφασκιά = η φασκομηλιά (φάρμακο κατά του πυρετού). Φρ.:
Ετυμολογία: μσν. λελίσφακος < αρχ. ελελίσφακος