Βρέθηκε το λήμμα
ακταρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. aktamak = μεταφέρω

  • Αχταρμάς, μπέρδεμα, ανακάτεμα, το πολύ βαθύ σκάψιμο ώστε το κάτω χώμα ν' ανεβεί επάνω και αντίστροφα