αγλαβή ή αγκλαβή (η)
  • Είδος προικοσυμφώνου του 19ου αιώνα

αγναγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. anladim, αόρ. του anlamak = εννοώ, αντιλαμβάνομαι

  • Εξηγώ, κάνω και καταλαβαίνει κάποιος κάτι

αγνόφαγους (ι)

Ετυμολογία: αρχ. αγνός (ηθικά καθαρός, ανόθευτος) + φαγός (από τη ρίζα του αόρ. έφαγον του τρώγω)

  • Αυτός που διαλέγει την τροφή, ο εκλεκτικός

αγόρια (τα)
  • Οι κάμπιες του μεταξοσκώληκα

αγορομάνα
  • Θηλυκός μεταξοσκώληκας

αγούιδουρας (ι)
  • Ροδόδενδρο το κίτρινο. Φυτό με τοξικές ουσίες, δηλητηριώδες για τα ζώα.

Αγούν'ς
  • Ιγνάτιος

αγουρόσπουρους (ι)
  • Τα αυγά του μεταξοσκώληκα

αγουρουμάνα (η)
  • Ο θηλυκός μεταξοσκώληκας

αγουρουφάς Βλέπε:
αγριά (η)
  • Αυτοφυές ζιζάνιο

αγριάγκαθους (ι)
  • Το άγριο αγκάθι

αγριμάδα (η)
  • Φόβος, δέος, αγρίεμα.

αγριουλαγκίζου

Ετυμολογία: άγριος + λάτης (= ο πορευόμενος) -ζευγολάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω

  • Προκαλώ φόβο, δέος, τρομάζω, παρασύρω κάτι (άνθρωπο ή ζώο) προς τον αγριεμό, τον κάνω να αγριέψει

    • -Αγριουλάγκσι= αγρίεψε
αγριουλαγκίζουμι
  • Με κάτι αγριεύομαι, ταράσσομαι, χάνω το ρυθμό μου

αγριουλαλώ
  • Φοβίζω ένα ζώο για να το διώξω

αγριουλατώ
  • Τρομάζω

    • -Τ' αγριουλατήσαμι τα μουρά = τα τρομάξαμε τα παιδιά
αγριουλουγιάζου
  • Αγριοκοιτάζω

αγυρσιά (η)
  • Στον αγύριστο. Έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει

    • -Πήγι σκ' αγυρσιά!
αδειά και αδειές
  • Ελεύθερες ώρες, ελεύθερος χρόνος

    • -Έ θέλου μπαντριές. Έφτις οι δ'λειές θέλ'ς αδειές

    • -Να δω πότι θα-ν-έβρου αδειά να πάου να δω κη μάνα μ'
αδειάζου
  • Έχω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ

    • -Ι Γιώργ'ς ούλου στα χουράφια είνι! Εν αδειάζ' πουτέ!
αδειανός (ι)
  • Άδειος, κενός. Φρ.:

    • - Ντράπ'κα να γυρίσου πίσου αδειανός (με άδεια χέρια)
αδιαλόγ'στους (ι)
  • Ανόητος

    • -Αδιαλόγ'στου τσιφάλ' (επί ανοήτων)
αδιάρμ'στους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + διαρμιστός < διαρμίζω

  • Ατακτοποίητος, απεριποίητος

αδιαφόριτους (ι)
  • Άχρηστος, απρόκοπος (α+διά+φέρω) αυτός που δε φέρνει τίποτα, ασήμαντος, ανάξιος προσοχής

    • -Ούλ' κ' μέρα στου καφινέ κάτι (κάθεται). Αδιαφόριτους άθρουπους είνι
αδιξιμνιός (ι)
  • Αναδεξιμιός

αδιρφουμοίρια (τα)

Ετυμολογία: αδερφός + μοιρί

  • Μερίδια αδελφών σε κοινή περιουσία

αδραχτάδις (οι)
  • μτφ. ψηλά στο μπόι άτομα με μακριά άκρα, σαν αδράχτια. Κυρίως λέγεται επί εφήβων.

αζγαριά (η)
  • Θαμνώδες πολυετές φυτό - αυτοφυές. Βρίσκεται κυρίως σε άγονα εδάφη.

αζμάν'κου πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει παχιά ουρά

αζμάν'ς (ι)

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. azman = κατάφυτος

  • Ο καλοθρεμμένος

αθρασκούφ (η)
  • Καυτή στάχτη, αχλιά (βλ. λ.) από καμένα ξύλα (άνθραξ + σκέπω)

αθρίμπα (η)
  • Είδος αστ'βής (βλ. λ.)

αθρίμπις (οι)
  • Ήταν οι πρώτες 6 μέρες του Αυγούστου που απαγορευόταν το μπάνιο στη θάλασσα γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, πίστευαν ότι θα πέσουν τα μαλλιά σου ή ότι θα πάθεις άλλα κακά.

αθρουπάτους ή αθρουπίσιους (ι)
  • Ανθρώπινος

    • -Αθρουπίσια μ'λιά (ομιλία)
άθρουπους (ι)
  • Άνθρωπος. Φρ.:

    • -Αθρώπ' κη μύκη σ' να πιάν'ς = χάλια άνθρωποι
άι (επίρρ.)

Ετυμολογία: αρχ. άγε = προστακτική ενεστώτα του άγω = οδηγώ)

  1. Άντε

    • -Άι τσι σύ! = Άντε και συ
  2. Εμπρός, έλα

    • -Άι να παγαίνουμι
αίγιου (επιφών.)
  • Επιφώνημα ειρωνικό, κάτι ξαφνικό.

    • -Αίγιου, α ντα βρείς; Εν είσι καλά!

    • -Αίγιου, μ'σαφίρδις μας ήρθας!
αϊνατζής (ι)
  • Κατεργάρης, πανούργος.

αϊντινιό (του)
  • Ποικιλία μεγάλου σύκου (προερχόμενο από το Αϊδίνι της Τουρκίας)

αϊντούτι
  • Εμπρός πάμε, άιντε

ακ'λουθώ
  • Ακολουθώ

ακ'μπώ

Ετυμολογία: λατιν.

  • Ακουμπώ. Εγγίζω κάτι, αφήνω-τοποθετώ κάτι κάπου. Στηρίζομαι κάπου

ακ'στά (επίρρ.)
  • Κάτι που έχω ακούσει.

    • -Ακ'στά τόχου!
ακαπίστρουτους (ι)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Χωρίς καπίστρι, χωρίς χαλινάρι

ακαπλάντστους (ι)
  • Ακαπλάντιστος = χωρίς εξωτερικό κάλυμμα

άκαρα (τα)

Ετυμολογία: ανακαρώνω (δημοτικής) = ανακτώ τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι

  • Οι σωματικές δυνάμεις, η αντοχή

    • -Εν έχου άκαρα!
Επίσης:
ακγιέμι
  • Ακούγομαι

    • -Ακγιόνταν η φουνή τ' στα μ'σόρανα!
ακγιές (οι)
  • οι άκρες

    • - Να τουν δεις χαρά, τα χείλια τ' στ'ς ακγιές τουν! = Με μεγάλο, πλατύ χαμόγελο που έφτανε ως τ' αφτιά του!
ακιντί
  • Κλίση στέγης.

    • -Έν έχ' ακιντί = δεν έχει κλίση