Ετυμολογία: τουρκ. anladim, αόρ. του anlamak = εννοώ, αντιλαμβάνομαι
shareΕξηγώ, κάνω και καταλαβαίνει κάποιος κάτι
Ετυμολογία: αρχ. αγνός (ηθικά καθαρός, ανόθευτος) + φαγός (από τη ρίζα του αόρ. έφαγον του τρώγω)
shareΑυτός που διαλέγει την τροφή, ο εκλεκτικός
Ετυμολογία: άγριος + λάτης (= ο πορευόμενος) -ζευγολάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω
shareΠροκαλώ φόβο, δέος, τρομάζω, παρασύρω κάτι (άνθρωπο ή ζώο) προς τον αγριεμό, τον κάνω να αγριέψει
Ελεύθερες ώρες, ελεύθερος χρόνος
Άχρηστος, απρόκοπος (α+διά+φέρω) αυτός που δε φέρνει τίποτα, ασήμαντος, ανάξιος προσοχής
μτφ. ψηλά στο μπόι άτομα με μακριά άκρα, σαν αδράχτια. Κυρίως λέγεται επί εφήβων.
Ήταν οι πρώτες 6 μέρες του Αυγούστου που απαγορευόταν το μπάνιο στη θάλασσα γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, πίστευαν ότι θα πέσουν τα μαλλιά σου ή ότι θα πάθεις άλλα κακά.
Ετυμολογία: αρχ. άγε = προστακτική ενεστώτα του άγω = οδηγώ)
shareΆντε
Εμπρός, έλα
Επιφώνημα ειρωνικό, κάτι ξαφνικό.
οι άκρες