Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αλήμων (= περιπλανώμενος, δυστυχής)
Ο κακομοίρης, ο καχεκτικός, ο αδύνατος