Ετυμολογία: ελλιπώς + ανεβαίνω + τος (κατάλ.) > αλ'πανάβατους (με αρκτικό α, όπως ελαφρός > αλαφρός)
Ψωμί που δεν έχει φουσκώσει (ανέβει) αν έχει όλα τα υλικά επειδή οι κλιματολογικές συνθήκες δεν επέτρεψαν να γίνει η ζύμωση
μτφ. λέγεται και για ανθρώπους που είναι ακατάδεκτοι ή διαφωνούν μονίμως.