Βρέθηκε το λήμμα
αλάκμπουλακ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. alakbulak

  • Άνω - κάτω ή όπω

    • -Άφ'σι του σπίκι τ'ς αλάκμπουλακ, τσι λιόντου μεσ' τσι δρόμ'!

    • -Πήρι φουκιά του σπίκι μ' τσ' έφ'γα αλάκμπουλακ