Βρέθηκε το λήμμα
αλίσφακας (ι)
  • Αλισφακιά ή αλιφασκιά = η φασκομηλιά (φάρμακο κατά του πυρετού). Φρ.:

    • -Α τ' ψήσου τουν αλίσφακα τ' = θα τον ξεγελάσω
Σχετικές λέξεις
αλήσφακας (ι)

Ετυμολογία: μσν. λελίσφακος < αρχ. ελελίσφακος