Βρέθηκε το λήμμα
αλικουντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. alikomak = αναχαιτίζω, εμποδίζω, κρατώ

  • Εμποδίζω π.χ. κοπάδι από πρόβατα να φύγει από το δρόμο που εγώ το οδηγώ αλλά και περί ανθρώπων και ομάδων από παιδιά προκειμένου να μπουν σε συγκεκριμένο χώρο