Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Χοντρό ξύλο που βιδώνεται σε καθένα από τα δύο «πουδοστάματα» α) το «προυργίο», β) το «πρυμνιό», για να σιγουράρει τα «πουδοστάματα» ενός πλεούμενου και γ) σκορπιός