Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Μεταφέρω, κουβαλώ, μτφ. μπερδεύω, ανακατεύω, σκάβω βαθιά ώστε το κάτω χώμα ν' ανεβεί επάνω και αντίστροφα, φτιάχνω τα κεραμίδια μιας στέγης.