Βρέθηκε το λήμμα
χ'μιρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «χ'μαίρ»

    • -Φουνές τσι σαματάς ακούγιουντου τσάκ στου κρυό π'γάδ', που πήγα να μιταδέσου του χ'μιρέλι μ'