Βρέθηκε το λήμμα
χαμαλίκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. hamallik = η δουλειά του χαμάλη, κάθε δουλειά βαριά και επίπονη

  • Δουλειές σχετικές με τη μεταφορά αντικειμένων

    • -Του Γιώργ' τουν σακατέψαν τα χαμαλίκια. Ε ντουν βλέπ'ς τίλια πουρπακί; (….πώς περπατάει;)