Βρέθηκε το λήμμα
χαμπαρίζου

Ετυμολογία: τουρκ. haber = νέο, είδηση + ίζω

  • Αδιαφορώ. Εύχρηστο κυρίως στη φράση:

    • -Έιτουτους έ χαμπαρίζ' απού λόγια = δεν λογαριάζει τις συμβουλές, δεν ακούει λόγια, δεν παίρνει από λόγια