Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. hüner = μαστοριά που απαιτεί δεξιοτεχνία
Χουνέρι = πάθημα από εξαπάτηση, κάζο