Βρέθηκε το λήμμα
χ'νέρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hüner = μαστοριά που απαιτεί δεξιοτεχνία

  • Χουνέρι = πάθημα από εξαπάτηση, κάζο