Βρέθηκε το λήμμα
χαζίρκου (του)
  • Έτοιμο, διαθέσιμο

    • -Ν' ανιβώ στου Πλάτανου να πάρου κανένα χαζίρκου τσιγάρου απ' τ' Μαλιόντα, γιακί τώρα τιλιφτέα σφάλι γι' έρμους απ' τσ' κότις (δηλ από νωρίς)

    • -Τα ήβρασ' χαζίρκα = τα βρήκαν έτοιμα