Βρέθηκε το λήμμα
χαλ'νάρ' (του)
  1. Το χαλινάρι (μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του αλόγου)

  2. Φλεγμονή στις άκρες του στόματος

  3. Άνθρωπος κακός, φαρμακόγλωσσος, μη σκεπτόμενος τις συνέπειες των λόγων του, μαρτυριάρης

  4. Γυναίκα αχταγού

    • -Του Μ'χάλ' τουν έχ'ς για καλό, αλλά είνι ένα χαλ'νάρ!