Βρέθηκε το λήμμα
χάβου
  1. Τρώω

  2. μτφ. πιστεύω εύκολα και χωρίς έλεγχο (ό,τι μου πουν οι άλλοι)

    • -Έ ντα χάβου γω έιτουτα π' λεγς!