Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Σωρός από πέτρες χαλασμένου τοίχου, πολύ παλιό σπίτι, χάλασμα, πέρασμα