Βρέθηκε το λήμμα
χαμούρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hamur

  • Ζυμάρι, λάσπη, πολτός ελιάς σε ελαιοτριβείο για έκθλιψη και παραγωγή του λαδιού