Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. hamur
Ζυμάρι, λάσπη, πολτός ελιάς σε ελαιοτριβείο για έκθλιψη και παραγωγή του λαδιού