Βρέθηκε το λήμμα
χαγιατλίδ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hayat

  • Το σπίτι που διαθέτει «χαγιάτι»

    • -Έχ' τσι πιρβουλέλ' σκη Κατασουρή μι πστιλέλ' χαγιατλίδ'κου