Βρέθηκε το λήμμα
τουλουμιάζου

Ετυμολογία: τουρκ. tulum = σακί

  1. Βάζω σε τουλούμι

  2. μτφ. δέρνω άγρια

    • -Α σι τουλουμιάσ' στου άψι σβήσι
  3. μτφ. Τρώω πολύ, γεμίζω το στομάχι μου

    • -Ε μάνα άσι τα λόγια τσι βάλι του φαγί.

    • -Καλά α προυλάβ'ς να τουλουμιάσ'ς. Οπ' νάνι α κουπιάσ' τσ' ι γέρους.