τουλουμιάζου
Ετυμολογία:
τουρκ. tulum = σακί
-
Βάζω σε τουλούμι
-
μτφ. δέρνω άγρια
-
-Α σι τουλουμιάσ' στου άψι σβήσι
-
μτφ. Τρώω πολύ, γεμίζω το στομάχι μου
-
-Ε μάνα άσι τα λόγια τσι βάλι του φαγί.
-
-Καλά α προυλάβ'ς να τουλουμιάσ'ς. Οπ' νάνι α κουπιάσ' τσ' ι γέρους.