Βρέθηκε το λήμμα
τιφτέρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tefter < ελλ. διφθέριον, υποκορ. της λ. διφθέρα = δέρμα, μεμβράνη, κατάστιχο

  • Τετράδιο για καταγραφή χρεών