Βρέθηκε το λήμμα
τούζλα (η)

Ετυμολογία: από το τουρκ. tuz = αλάτι

  • Σωρός αλατιού στις αλυκές, που τον σκέπαζαν με κεραμίδια, για προστασία του αλατιού, ώσπου να δοθεί στο εμπόριο

    • -Έιδου είνι η διασταύρουσ'. Να γ' αλτσές. Έφνα είνι η τούζλα απ' του άλας……(λόγια ξενάγησης)