Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: από το τουρκ. tuz = αλάτι
Σωρός αλατιού στις αλυκές, που τον σκέπαζαν με κεραμίδια, για προστασία του αλατιού, ώσπου να δοθεί στο εμπόριο