Βρέθηκε το λήμμα
τρουβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. torba

  • Τορβάς = μικρός σάκος, ταγάρι

Σχετικές λέξεις
ντρουβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. torba

τουρβάς

Ετυμολογία: τουρκ. torba