Βρέθηκε το λήμμα
τουλπάν' (του)

Ετυμολογία: μσν. τουλαπάνι < τουρκ. tülbend < περσ. Dulbând =

  1. Αραιοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα που το χρησιμοποιούν για σουρωτήρι

  2. Κεφαλόδεσμος

  3. λεπτό, βαμβακερό, διαφανές ύφασμα, (συνεκδ.) κεφαλόδεσμος, (μτφ.) διαφάνεια]

Σχετικές λέξεις
τλουπάν' (του)