Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. τουλαπάνι < τουρκ. tülbend < περσ. Dulbând =
Αραιοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα που το χρησιμοποιούν για σουρωτήρι
Κεφαλόδεσμος
λεπτό, βαμβακερό, διαφανές ύφασμα, (συνεκδ.) κεφαλόδεσμος, (μτφ.) διαφάνεια]