Βρέθηκε το λήμμα
τούντζ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tunc

  1. Μπρούτζος, ορύχαλκος

  2. μτφ. αμαθής, τούβλο, κουτός,

  3. μτφ. μεθυσμένος