Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: η λ. χαλός από το δίχαλος/δίχηλος
Άγκυρα πλοίου με τέσσερις χαλούς