Βρέθηκε το λήμμα
τόκα (επίρρ.)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Τσουγκριστά, με άγγιγμα. Τόκα = χειραψία.

    • Επιφών.: τόκα του! = στην υγειά μας (έλα να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας)